- κοτοπουλάκι
- chick
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
πουλάκι — και παλ. τ. πουλλάκι, το, Ν [πουλί] υποκορ. κάθε μικρό πουλί, κυρίως ωδικό («τρία πουλάκια κάθονταν ψηλά στη χαλκουμάτα», δημ. τραγούδι) 2. νεοσσός κότας, κοτοπουλάκι 3. μικρό πέος ή πέος μικρού παιδιού 4. φρ. α) «πουλάκι μου» i) προσφώνηση… … Dictionary of Greek